Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολύδρομος
πολυδωρίᾱ
πολύδωρος
πολύεδρος
πολυειδής
πολυειδίᾱ
πολυέλαιος
πολυέλικτος
πολυεπαίνετος
πολυεπής
πολυέραστος
πολύεργος
πολυετής
πολύευκτος
πολυεύχετος
πολύζηλος
πολυζήλωτος
πολύζυγος
πολυηγερής
πολυήκοος
πολυήμερος
View word page
πολυ-έραστος
πολυ-έραστοςονadjἐραστός of a personmuch lovedby his friendsX.

ShortDef

much-loved

Debugging

Headword:
πολυέραστος
Headword (normalized):
πολυέραστος
Headword (normalized/stripped):
πολυεραστος
IDX:
33315
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33316
Key:
πολυέραστος

Data

{'headword_display': '<b>πολυ-έραστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολυ-έραστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἐραστός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>much loved<Expl>by his friends</Expl></Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολυέραστος'}