Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυδίψιος
πολύδονος
πολύδρομος
πολυδωρίᾱ
πολύδωρος
πολύεδρος
πολυειδής
πολυειδίᾱ
πολυέλαιος
πολυέλικτος
πολυεπαίνετος
πολυεπής
πολυέραστος
πολύεργος
πολυετής
πολύευκτος
πολυεύχετος
πολύζηλος
πολυζήλωτος
πολύζυγος
πολυηγερής
View word page
πολυ-επαίνετος
πολυ-επαίνετοςονadjἐπαινετός of a personmuch praisedX.

ShortDef

much-praised

Debugging

Headword:
πολυεπαίνετος
Headword (normalized):
πολυεπαίνετος
Headword (normalized/stripped):
πολυεπαινετος
IDX:
33313
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33314
Key:
πολυεπαίνετος

Data

{'headword_display': '<b>πολυ-επαίνετος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολυ-επαίνετος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἐπαινετός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>much praised</Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολυεπαίνετος'}