Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυδικέω
πολυδίψιος
πολύδονος
πολύδρομος
πολυδωρίᾱ
πολύδωρος
πολύεδρος
πολυειδής
πολυειδίᾱ
πολυέλαιος
πολυέλικτος
πολυεπαίνετος
πολυεπής
πολυέραστος
πολύεργος
πολυετής
πολύευκτος
πολυεύχετος
πολύζηλος
πολυζήλωτος
πολύζυγος
View word page
πολυ-έλικτος
πολυ-έλικτοςονadjἑλικτός of the pleasure of the dancewith many twists and turnsE.

ShortDef

much convoluted

Debugging

Headword:
πολυέλικτος
Headword (normalized):
πολυέλικτος
Headword (normalized/stripped):
πολυελικτος
IDX:
33312
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33313
Key:
πολυέλικτος

Data

{'headword_display': '<b>πολυ-έλικτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολυ-έλικτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἑλικτός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of the pleasure of the dance</Indic><Tr>with many twists and turns</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολυέλικτος'}