Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολύδηρις
πολυδικέω
πολυδίψιος
πολύδονος
πολύδρομος
πολυδωρίᾱ
πολύδωρος
πολύεδρος
πολυειδής
πολυειδίᾱ
πολυέλαιος
πολυέλικτος
πολυεπαίνετος
πολυεπής
πολυέραστος
πολύεργος
πολυετής
πολύευκτος
πολυεύχετος
πολύζηλος
πολυζήλωτος
View word page
πολυ-έλαιος
πολυ-έλαιοςονadjἐλαίᾱ of personsrich in olivesX.or perh.reltd. ἔλαιον, i.e. rich in oil

ShortDef

yielding much oil

Debugging

Headword:
πολυέλαιος
Headword (normalized):
πολυέλαιος
Headword (normalized/stripped):
πολυελαιος
IDX:
33311
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33312
Key:
πολυέλαιος

Data

{'headword_display': '<b>πολυ-έλαιος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολυ-έλαιος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἐλαίᾱ</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of persons</Indic><Tr>rich in olives</Tr><Au>X.</Au><Extra>or perh.reltd. <Ref>ἔλαιον</Ref>, i.e. <ital>rich in oil</ital></Extra></aS1></AE>', 'key': 'πολυέλαιος'}