Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Πολυδεύκης
πολύδηρις
πολυδικέω
πολυδίψιος
πολύδονος
πολύδρομος
πολυδωρίᾱ
πολύδωρος
πολύεδρος
πολυειδής
πολυειδίᾱ
πολυέλαιος
πολυέλικτος
πολυεπαίνετος
πολυεπής
πολυέραστος
πολύεργος
πολυετής
πολύευκτος
πολυεύχετος
πολύζηλος
View word page
πολυειδίᾱ
πολυειδίᾱᾱςf multiformityof part of the soulPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολυειδίᾱ
Headword (normalized):
πολυειδίᾱ
Headword (normalized/stripped):
πολυειδια
IDX:
33310
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33311
Key:
πολυειδίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>πολυειδίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πολυειδίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>multiformity<Expl>of part of the soul</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πολυειδίᾱ'}