Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυδερκής
πολύδεσμος
Πολυδεύκης
πολύδηρις
πολυδικέω
πολυδίψιος
πολύδονος
πολύδρομος
πολυδωρίᾱ
πολύδωρος
πολύεδρος
πολυειδής
πολυειδίᾱ
πολυέλαιος
πολυέλικτος
πολυεπαίνετος
πολυεπής
πολυέραστος
πολύεργος
πολυετής
πολύευκτος
View word page
πολύ-εδρος
πολύ-εδροςονadjἕδρᾱ of a public buildingwith many seatsPlu.

ShortDef

polyhedral

Debugging

Headword:
πολύεδρος
Headword (normalized):
πολύεδρος
Headword (normalized/stripped):
πολυεδρος
IDX:
33308
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33309
Key:
πολύεδρος

Data

{'headword_display': '<b>πολύ-εδρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολύ-εδρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἕδρᾱ</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a public building</Indic><Tr>with many seats</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολύεδρος'}