Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυδένδρεος
πολύδενδρος
πολυδερκής
πολύδεσμος
Πολυδεύκης
πολύδηρις
πολυδικέω
πολυδίψιος
πολύδονος
πολύδρομος
πολυδωρίᾱ
πολύδωρος
πολύεδρος
πολυειδής
πολυειδίᾱ
πολυέλαιος
πολυέλικτος
πολυεπαίνετος
πολυεπής
πολυέραστος
πολύεργος
View word page
πολυδωρίᾱ
πολυδωρίᾱᾱςfπολύδωρος lavish giving, open-handednessX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολυδωρίᾱ
Headword (normalized):
πολυδωρίᾱ
Headword (normalized/stripped):
πολυδωρια
IDX:
33306
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33307
Key:
πολυδωρίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>πολυδωρίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πολυδωρίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>πολύδωρος</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>lavish giving, open-handedness</Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πολυδωρίᾱ'}