Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυδέκτης
πολυδένδρεος
πολύδενδρος
πολυδερκής
πολύδεσμος
Πολυδεύκης
πολύδηρις
πολυδικέω
πολυδίψιος
πολύδονος
πολύδρομος
πολυδωρίᾱ
πολύδωρος
πολύεδρος
πολυειδής
πολυειδίᾱ
πολυέλαιος
πολυέλικτος
πολυεπαίνετος
πολυεπής
πολυέραστος
View word page
πολύ-δρομος
πολύ-δρομοςονadjδρόμος of flightwith much runningi.e. covering a long distancefar-runningA.

ShortDef

much-wandering

Debugging

Headword:
πολύδρομος
Headword (normalized):
πολύδρομος
Headword (normalized/stripped):
πολυδρομος
IDX:
33305
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33306
Key:
πολύδρομος

Data

{'headword_display': '<b>πολύ-δρομος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολύ-δρομος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>δρόμος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of flight</Indic><Def>with much running<Expl>i.e. covering a long distance</Expl></Def><Tr>far-running</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολύδρομος'}