Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυδέγμων
πολυδειράς
πολυδέκτης
πολυδένδρεος
πολύδενδρος
πολυδερκής
πολύδεσμος
Πολυδεύκης
πολύδηρις
πολυδικέω
πολυδίψιος
πολύδονος
πολύδρομος
πολυδωρίᾱ
πολύδωρος
πολύεδρος
πολυειδής
πολυειδίᾱ
πολυέλαιος
πολυέλικτος
πολυεπαίνετος
View word page
πολυ-δίψιος
πολυ-δίψιοςονadj of a regionvery thirstywaterless, aridIl.

ShortDef

very thirsty

Debugging

Headword:
πολυδίψιος
Headword (normalized):
πολυδίψιος
Headword (normalized/stripped):
πολυδιψιος
IDX:
33303
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33304
Key:
πολυδίψιος

Data

{'headword_display': '<b>πολυ-δίψιος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολυ-δίψιος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a region</Indic><Def>very thirsty</Def><Tr>waterless, arid</Tr><Au>Il.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολυδίψιος'}