Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυδάπανος
πολυδέγμων
πολυδειράς
πολυδέκτης
πολυδένδρεος
πολύδενδρος
πολυδερκής
πολύδεσμος
Πολυδεύκης
πολύδηρις
πολυδικέω
πολυδίψιος
πολύδονος
πολύδρομος
πολυδωρίᾱ
πολύδωρος
πολύεδρος
πολυειδής
πολυειδίᾱ
πολυέλαιος
πολυέλικτος
View word page
πολυδικέω
πολυδικέωcontr.vbδίκη engage in many lawsuitsbe litigiousPl.

ShortDef

to be litigious

Debugging

Headword:
πολυδικέω
Headword (normalized):
πολυδικέω
Headword (normalized/stripped):
πολυδικεω
IDX:
33302
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33303
Key:
πολυδικέω

Data

{'headword_display': '<b>πολυδικέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>πολυδικέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>δίκη</Ref></Ety></vHG> <vS1><Def>engage in many lawsuits</Def><Tr>be litigious</Tr><Au>Pl.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'πολυδικέω'}