Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυδαίδαλος
πολυδάκρυος
πολύδακρυς
πολυδάκρῡτος
πολυδάπανος
πολυδέγμων
πολυδειράς
πολυδέκτης
πολυδένδρεος
πολύδενδρος
πολυδερκής
πολύδεσμος
Πολυδεύκης
πολύδηρις
πολυδικέω
πολυδίψιος
πολύδονος
πολύδρομος
πολυδωρίᾱ
πολύδωρος
πολύεδρος
View word page
πολυ-δερκής
πολυ-δερκήςέςadjδέρκομαι of Dawn, the light of dayfar-seeingHes.

ShortDef

much-seeing

Debugging

Headword:
πολυδερκής
Headword (normalized):
πολυδερκής
Headword (normalized/stripped):
πολυδερκης
IDX:
33298
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33299
Key:
πολυδερκής

Data

{'headword_display': '<b>πολυ-δερκής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολυ-δερκής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>δέρκομαι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of Dawn, the light of day</Indic><Tr>far-seeing</Tr><Au>Hes.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολυδερκής'}