Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολύγονος
πολυδαίδαλος
πολυδάκρυος
πολύδακρυς
πολυδάκρῡτος
πολυδάπανος
πολυδέγμων
πολυδειράς
πολυδέκτης
πολυδένδρεος
πολύδενδρος
πολυδερκής
πολύδεσμος
Πολυδεύκης
πολύδηρις
πολυδικέω
πολυδίψιος
πολύδονος
πολύδρομος
πολυδωρίᾱ
πολύδωρος
View word page
πολύ-δενδρος
πολύ-δενδροςονadjof a mountain or sim.woodedSimon. E. Theoc.

ShortDef

with many trees, abounding in trees

Debugging

Headword:
πολύδενδρος
Headword (normalized):
πολύδενδρος
Headword (normalized/stripped):
πολυδενδρος
IDX:
33297
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33298
Key:
πολύδενδρος

Data

{'headword_display': '<b>πολύ-δενδρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολύ-δενδρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a mountain or sim.</Indic><Tr>wooded</Tr><Au>Simon. E. Theoc.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολύδενδρος'}