Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυγνώμων
πολύγνωτος
πολύγομφος
πολυγονίᾱ
πολύγονος
πολυδαίδαλος
πολυδάκρυος
πολύδακρυς
πολυδάκρῡτος
πολυδάπανος
πολυδέγμων
πολυδειράς
πολυδέκτης
πολυδένδρεος
πολύδενδρος
πολυδερκής
πολύδεσμος
Πολυδεύκης
πολύδηρις
πολυδικέω
πολυδίψιος
View word page
πολυ-δέγμων
πολυ-δέγμωνονοςmasc.adjδέχομαι euphem.epith. of Hadeswho welcomes manyall-welcoming, hospitablehHom.

ShortDef

receiving much

Debugging

Headword:
πολυδέγμων
Headword (normalized):
πολυδέγμων
Headword (normalized/stripped):
πολυδεγμων
IDX:
33293
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33294
Key:
πολυδέγμων

Data

{'headword_display': '<b>πολυ-δέγμων</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολυ-δέγμων</HL><Infl>ονος</Infl><PS>masc.adj</PS><Ety><Ref>δέχομαι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>euphem.epith. of Hades</Indic><Def>who welcomes many</Def><Tr>all-welcoming, hospitable</Tr><Au>hHom.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολυδέγμων'}