Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολύβροχος
πολύβωμος
πολυγηθής
πολυγήραος
πολύγλωσσος
πολύγναμπτος
πολυγνώμων
πολύγνωτος
πολύγομφος
πολυγονίᾱ
πολύγονος
πολυδαίδαλος
πολυδάκρυος
πολύδακρυς
πολυδάκρῡτος
πολυδάπανος
πολυδέγμων
πολυδειράς
πολυδέκτης
πολυδένδρεος
πολύδενδρος
View word page
πολύ-γονος
πολύ-γονοςονadjγόνος of animalsproducing many offspringprolificA. Hdt. X.

ShortDef

producing many at a birth, prolific

Debugging

Headword:
πολύγονος
Headword (normalized):
πολύγονος
Headword (normalized/stripped):
πολυγονος
IDX:
33287
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33288
Key:
πολύγονος

Data

{'headword_display': '<b>πολύ-γονος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολύ-γονος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>γόνος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of animals</Indic><Def>producing many offspring</Def><Tr>prolific</Tr><Au>A. Hdt. X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολύγονος'}