Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυβούτης
πολύβροχος
πολύβωμος
πολυγηθής
πολυγήραος
πολύγλωσσος
πολύγναμπτος
πολυγνώμων
πολύγνωτος
πολύγομφος
πολυγονίᾱ
πολύγονος
πολυδαίδαλος
πολυδάκρυος
πολύδακρυς
πολυδάκρῡτος
πολυδάπανος
πολυδέγμων
πολυδειράς
πολυδέκτης
πολυδένδρεος
View word page
πολυγονίᾱ
πολυγονίᾱᾱςfπολύγονος fecundityof certain kinds of animalPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολυγονίᾱ
Headword (normalized):
πολυγονίᾱ
Headword (normalized/stripped):
πολυγονια
IDX:
33286
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33287
Key:
πολυγονίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>πολυγονίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πολυγονίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>πολύγονος</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>fecundity<Expl>of certain kinds of animal</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πολυγονίᾱ'}