Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολύβοτος
πολύβοτρυς
πολύβουλος
πολυβούτης
πολύβροχος
πολύβωμος
πολυγηθής
πολυγήραος
πολύγλωσσος
πολύγναμπτος
πολυγνώμων
πολύγνωτος
πολύγομφος
πολυγονίᾱ
πολύγονος
πολυδαίδαλος
πολυδάκρυος
πολύδακρυς
πολυδάκρῡτος
πολυδάπανος
πολυδέγμων
View word page
πολυ-γνώμων
πολυ-γνώμωνονgen.ονοςadj of personsvery knowledgeablePl.

ShortDef

very sagacious

Debugging

Headword:
πολυγνώμων
Headword (normalized):
πολυγνώμων
Headword (normalized/stripped):
πολυγνωμων
IDX:
33283
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33284
Key:
πολυγνώμων

Data

{'headword_display': '<b>πολυ-γνώμων</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολυ-γνώμων</HL><Infl>ον</Infl><VInfl><Lbl>gen.</Lbl><FmInfl>ονος</FmInfl></VInfl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of persons</Indic><Tr>very knowledgeable</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολυγνώμων'}