Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολύβοσκος
πολύβοτος
πολύβοτρυς
πολύβουλος
πολυβούτης
πολύβροχος
πολύβωμος
πολυγηθής
πολυγήραος
πολύγλωσσος
πολύγναμπτος
πολυγνώμων
πολύγνωτος
πολύγομφος
πολυγονίᾱ
πολύγονος
πολυδαίδαλος
πολυδάκρυος
πολύδακρυς
πολυδάκρῡτος
πολυδάπανος
View word page
πολύ-γναμπτος
πολύ-γναμπτοςονadjγναμπτός of glenswith many bendswindingPi.of celery, ref. to its leavescurling, curlyTheoc.

ShortDef

much-bent, much-twisting

Debugging

Headword:
πολύγναμπτος
Headword (normalized):
πολύγναμπτος
Headword (normalized/stripped):
πολυγναμπτος
IDX:
33282
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33283
Key:
πολύγναμπτος

Data

{'headword_display': '<b>πολύ-γναμπτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολύ-γναμπτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>γναμπτός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of glens</Indic><Def>with many bends</Def><Tr>winding</Tr><Au>Pi.</Au><aS2><Indic>of celery, ref. to its leaves</Indic><Tr>curling, curly</Tr><Au>Theoc.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'πολύγναμπτος'}