Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Πολύβιος
πολυβόρος
πολύβοσκος
πολύβοτος
πολύβοτρυς
πολύβουλος
πολυβούτης
πολύβροχος
πολύβωμος
πολυγηθής
πολυγήραος
πολύγλωσσος
πολύγναμπτος
πολυγνώμων
πολύγνωτος
πολύγομφος
πολυγονίᾱ
πολύγονος
πολυδαίδαλος
πολυδάκρυος
πολύδακρυς
View word page
πολυ-γήραος
πολυ-γήραοςονadjγῆρας of a personvery agedAsius

ShortDef

very old

Debugging

Headword:
πολυγήραος
Headword (normalized):
πολυγήραος
Headword (normalized/stripped):
πολυγηραος
IDX:
33280
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33281
Key:
πολυγήραος

Data

{'headword_display': '<b>πολυ-γήραος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολυ-γήραος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>γῆρας</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>very aged</Tr><Au>Asius</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολυγήραος'}