Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολύβατος
πολυβενθής
Πολύβιος
πολυβόρος
πολύβοσκος
πολύβοτος
πολύβοτρυς
πολύβουλος
πολυβούτης
πολύβροχος
πολύβωμος
πολυγηθής
πολυγήραος
πολύγλωσσος
πολύγναμπτος
πολυγνώμων
πολύγνωτος
πολύγομφος
πολυγονίᾱ
πολύγονος
πολυδαίδαλος
View word page
πολύ-βωμος
πολύ-βωμοςονadjβωμός of placeswith many altarsCall.

ShortDef

with many altars

Debugging

Headword:
πολύβωμος
Headword (normalized):
πολύβωμος
Headword (normalized/stripped):
πολυβωμος
IDX:
33278
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33279
Key:
πολύβωμος

Data

{'headword_display': '<b>πολύ-βωμος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολύ-βωμος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>βωμός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of places</Indic><Tr>with many altars</Tr><Au>Call.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολύβωμος'}