Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυᾱ́χητος
πολύβατος
πολυβενθής
Πολύβιος
πολυβόρος
πολύβοσκος
πολύβοτος
πολύβοτρυς
πολύβουλος
πολυβούτης
πολύβροχος
πολύβωμος
πολυγηθής
πολυγήραος
πολύγλωσσος
πολύγναμπτος
πολυγνώμων
πολύγνωτος
πολύγομφος
πολυγονίᾱ
πολύγονος
View word page
πολύ-βροχος
πολύ-βροχοςονadjβρόχος of fasteningswith many encircling ropesE.

ShortDef

freshly infused several times
with many nooses

Debugging

Headword:
πολύβροχος
Headword (normalized):
πολύβροχος
Headword (normalized/stripped):
πολυβροχος
IDX:
33277
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33278
Key:
πολύβροχος

Data

{'headword_display': '<b>πολύ-βροχος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολύ-βροχος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>βρόχος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of fastenings</Indic><Tr>with many encircling ropes</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολύβροχος'}