Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολύαστρος
πολυᾱ́χητος
πολύβατος
πολυβενθής
Πολύβιος
πολυβόρος
πολύβοσκος
πολύβοτος
πολύβοτρυς
πολύβουλος
πολυβούτης
πολύβροχος
πολύβωμος
πολυγηθής
πολυγήραος
πολύγλωσσος
πολύγναμπτος
πολυγνώμων
πολύγνωτος
πολύγομφος
πολυγονίᾱ
View word page
πολυ-βούτης
πολυ-βούτηςεωIon.masc.adjβοῦς of personswith many oxenIl. Hes.fr.

ShortDef

rich in oxen

Debugging

Headword:
πολυβούτης
Headword (normalized):
πολυβούτης
Headword (normalized/stripped):
πολυβουτης
IDX:
33276
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33277
Key:
πολυβούτης

Data

{'headword_display': '<b>πολυ-βούτης</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολυ-βούτης</HL><Infl>εω</Infl><PS>Ion.masc.adj</PS><Ety><Ref>βοῦς</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of persons</Indic><Tr>with many oxen</Tr><Au>Il. Hes.<Wk>fr.</Wk></Au></aS1></AE>', 'key': 'πολυβούτης'}