Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυαρμόνιος
πολύαρνι
πολυαρχίᾱ
πολύαστρος
πολυᾱ́χητος
πολύβατος
πολυβενθής
Πολύβιος
πολυβόρος
πολύβοσκος
πολύβοτος
πολύβοτρυς
πολύβουλος
πολυβούτης
πολύβροχος
πολύβωμος
πολυγηθής
πολυγήραος
πολύγλωσσος
πολύγναμπτος
πολυγνώμων
View word page
πολύ-βοτος
πολύ-βοτοςονadjβοτόν of a peoplewith many herdsTim.

ShortDef

much-nourishing

Debugging

Headword:
πολύβοτος
Headword (normalized):
πολύβοτος
Headword (normalized/stripped):
πολυβοτος
IDX:
33273
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33274
Key:
πολύβοτος

Data

{'headword_display': '<b>πολύ-βοτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολύ-βοτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>βοτόν</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a people</Indic><Tr>with many herds</Tr><Au>Tim.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολύβοτος'}