Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυαρκής
πολυάρματος
πολυαρμόνιος
πολύαρνι
πολυαρχίᾱ
πολύαστρος
πολυᾱ́χητος
πολύβατος
πολυβενθής
Πολύβιος
πολυβόρος
πολύβοσκος
πολύβοτος
πολύβοτρυς
πολύβουλος
πολυβούτης
πολύβροχος
πολύβωμος
πολυγηθής
πολυγήραος
πολύγλωσσος
View word page
πολυ-βόρος
πολυ-βόροςονadjβορόςsuperl.
πολυβορώτατος
of an animal, ref. to the elephantvoraciousPl.

ShortDef

much-devouring, voracious

Debugging

Headword:
πολυβόρος
Headword (normalized):
πολυβόρος
Headword (normalized/stripped):
πολυβορος
IDX:
33271
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33272
Key:
πολυβόρος

Data

{'headword_display': '<b>πολυ-βόρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολυ-βόρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>βορός</Ref></Ety><FG><Deg><Lbl>superl.</Lbl><Form>πολυβορώτατος</Form></Deg></FG></HG> <aS1><Indic>of an animal, ref. to the elephant</Indic><Tr>voracious</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολυβόρος'}