Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυάρᾱτος
πολυάργυρος
πολυαρκής
πολυάρματος
πολυαρμόνιος
πολύαρνι
πολυαρχίᾱ
πολύαστρος
πολυᾱ́χητος
πολύβατος
πολυβενθής
Πολύβιος
πολυβόρος
πολύβοσκος
πολύβοτος
πολύβοτρυς
πολύβουλος
πολυβούτης
πολύβροχος
πολύβωμος
πολυγηθής
View word page
πολυ-βενθής
πολυ-βενθήςέςadjβένθος of the sea, a harbour, a lakevery deepHom. AR.

ShortDef

very deep

Debugging

Headword:
πολυβενθής
Headword (normalized):
πολυβενθής
Headword (normalized/stripped):
πολυβενθης
IDX:
33269
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33270
Key:
πολυβενθής

Data

{'headword_display': '<b>πολυ-βενθής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολυ-βενθής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>βένθος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of the sea, a harbour, a lake</Indic><Tr>very deep</Tr><Au>Hom. AR.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολυβενθής'}