Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυᾱ́νωρ
πολυάρᾱτος
πολυάργυρος
πολυαρκής
πολυάρματος
πολυαρμόνιος
πολύαρνι
πολυαρχίᾱ
πολύαστρος
πολυᾱ́χητος
πολύβατος
πολυβενθής
Πολύβιος
πολυβόρος
πολύβοσκος
πολύβοτος
πολύβοτρυς
πολύβουλος
πολυβούτης
πολύβροχος
πολύβωμος
View word page
πολύ-βατος
πολύ-βατοςονadjβατός of a meeting-place in a citymuch-troddenA. Pi.fr.

ShortDef

much-trodden

Debugging

Headword:
πολύβατος
Headword (normalized):
πολύβατος
Headword (normalized/stripped):
πολυβατος
IDX:
33268
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33269
Key:
πολύβατος

Data

{'headword_display': '<b>πολύ-βατος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολύ-βατος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>βατός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a meeting-place in a city</Indic><Tr>much-trodden</Tr><Au>A. Pi.<Wk>fr.</Wk></Au></aS1></AE>', 'key': 'πολύβατος'}