Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυάνθρωπος
πολυᾱ́νωρ
πολυάρᾱτος
πολυάργυρος
πολυαρκής
πολυάρματος
πολυαρμόνιος
πολύαρνι
πολυαρχίᾱ
πολύαστρος
πολυᾱ́χητος
πολύβατος
πολυβενθής
Πολύβιος
πολυβόρος
πολύβοσκος
πολύβοτος
πολύβοτρυς
πολύβουλος
πολυβούτης
πολύβροχος
View word page
πολυ-ᾱ́χητος
πολυ-ᾱ́χητοςονdial.adjἠχέω of a throng of singersrich in soundfull-voicedE.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολυᾱ́χητος
Headword (normalized):
πολυᾱ́χητος
Headword (normalized/stripped):
πολυαχητος
IDX:
33267
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33268
Key:
πολυᾱ́χητος

Data

{'headword_display': '<b>πολυ-ᾱ́χητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολυ-ᾱ́χητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>dial.adj</PS><Ety><Ref>ἠχέω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a throng of singers</Indic><Def>rich in sound</Def><Tr>full-voiced</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολυᾱ́χητος'}