Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυανθής
πολυανθρωπίᾱ
πολυάνθρωπος
πολυᾱ́νωρ
πολυάρᾱτος
πολυάργυρος
πολυαρκής
πολυάρματος
πολυαρμόνιος
πολύαρνι
πολυαρχίᾱ
πολύαστρος
πολυᾱ́χητος
πολύβατος
πολυβενθής
Πολύβιος
πολυβόρος
πολύβοσκος
πολύβοτος
πολύβοτρυς
πολύβουλος
View word page
πολυαρχίᾱ
πολυαρχίᾱᾱςfἄρχω multiplicity of command, divided leadershipin an army, as a disadvantageTh. X. Plu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολυαρχίᾱ
Headword (normalized):
πολυαρχίᾱ
Headword (normalized/stripped):
πολυαρχια
IDX:
33265
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33266
Key:
πολυαρχίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>πολυαρχίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πολυαρχίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>ἄρχω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>multiplicity of command, divided leadership<Expl>in an army, as a disadvantage</Expl></Tr><Au>Th. X. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πολυαρχίᾱ'}