Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
πολυάνθεμος
πολυανθής
πολυανθρωπίᾱ
πολυάνθρωπος
πολυᾱ́νωρ
πολυάρᾱτος
πολυάργυρος
πολυαρκής
πολυάρματος
πολυαρμόνιος
πολύαρνι
πολυαρχίᾱ
πολύαστρος
πολυᾱ́χητος
πολύβατος
πολυβενθής
Πολύβιος
πολυβόρος
πολύβοσκος
πολύβοτος
πολύβοτρυς
View word page
πολύαρνι
πολύαρνι
dat.adj.
see
πολύρρην
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πολύαρνι
Headword (normalized):
πολύαρνι
Headword (normalized/stripped):
πολυαρνι
IDX:
33264
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33265
Key:
πολύαρνι
Data
{'headword_display': '<b>πολύαρνι</b>', 'content': '<XE><RefFm>πολύαρνι<LblR>dat.adj.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>πολύρρην</Ref></XR> </XE>', 'key': 'πολύαρνι'}