Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολύανδρος
πολυάνθεμος
πολυανθής
πολυανθρωπίᾱ
πολυάνθρωπος
πολυᾱ́νωρ
πολυάρᾱτος
πολυάργυρος
πολυαρκής
πολυάρματος
πολυαρμόνιος
πολύαρνι
πολυαρχίᾱ
πολύαστρος
πολυᾱ́χητος
πολύβατος
πολυβενθής
Πολύβιος
πολυβόρος
πολύβοσκος
πολύβοτος
View word page
πολυ-αρμόνιος
πολυ-αρμόνιοςονadjἁρμονίᾱ of musical instrumentswith a wide harmonic rangePl.

ShortDef

many-toned

Debugging

Headword:
πολυαρμόνιος
Headword (normalized):
πολυαρμόνιος
Headword (normalized/stripped):
πολυαρμονιος
IDX:
33263
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33264
Key:
πολυαρμόνιος

Data

{'headword_display': '<b>πολυ-αρμόνιος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολυ-αρμόνιος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἁρμονίᾱ</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of musical instruments</Indic><Tr>with a wide harmonic range</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολυαρμόνιος'}