Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυάνδριον
πολύανδρος
πολυάνθεμος
πολυανθής
πολυανθρωπίᾱ
πολυάνθρωπος
πολυᾱ́νωρ
πολυάρᾱτος
πολυάργυρος
πολυαρκής
πολυάρματος
πολυαρμόνιος
πολύαρνι
πολυαρχίᾱ
πολύαστρος
πολυᾱ́χητος
πολύβατος
πολυβενθής
Πολύβιος
πολυβόρος
πολύβοσκος
View word page
πολυ-άρματος
πολυ-άρματοςονadjἅρμα of Thebeswith many war-chariotsS.

ShortDef

with many chariots

Debugging

Headword:
πολυάρματος
Headword (normalized):
πολυάρματος
Headword (normalized/stripped):
πολυαρματος
IDX:
33262
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33263
Key:
πολυάρματος

Data

{'headword_display': '<b>πολυ-άρματος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολυ-άρματος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἅρμα</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of Thebes</Indic><Tr>with many war-chariots</Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολυάρματος'}