Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυάμπελος
πολυανδρέω
πολυάνδριον
πολύανδρος
πολυάνθεμος
πολυανθής
πολυανθρωπίᾱ
πολυάνθρωπος
πολυᾱ́νωρ
πολυάρᾱτος
πολυάργυρος
πολυαρκής
πολυάρματος
πολυαρμόνιος
πολύαρνι
πολυαρχίᾱ
πολύαστρος
πολυᾱ́χητος
πολύβατος
πολυβενθής
Πολύβιος
View word page
πολυ-άργυρος
πολυ-άργυροςονadjof a nationrich in silverHdt.of an estatewealthyPlu.

ShortDef

rich in silver

Debugging

Headword:
πολυάργυρος
Headword (normalized):
πολυάργυρος
Headword (normalized/stripped):
πολυαργυρος
IDX:
33260
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33261
Key:
πολυάργυρος

Data

{'headword_display': '<b>πολυ-άργυρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολυ-άργυρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a nation</Indic><Tr>rich in silver</Tr><Au>Hdt.</Au></aS1><aS1><Indic>of an estate</Indic><Tr>wealthy</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολυάργυρος'}