Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυαίμων
πολυαίνετος
πολύαινος
πολυᾱ́ῑξ
πολυάμπελος
πολυανδρέω
πολυάνδριον
πολύανδρος
πολυάνθεμος
πολυανθής
πολυανθρωπίᾱ
πολυάνθρωπος
πολυᾱ́νωρ
πολυάρᾱτος
πολυάργυρος
πολυαρκής
πολυάρματος
πολυαρμόνιος
πολύαρνι
πολυαρχίᾱ
πολύαστρος
View word page
πολυανθρωπίᾱ
πολυανθρωπίᾱᾱςfπολυάνθρωπος large populationX. Arist.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολυανθρωπίᾱ
Headword (normalized):
πολυανθρωπίᾱ
Headword (normalized/stripped):
πολυανθρωπια
IDX:
33256
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33257
Key:
πολυανθρωπίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>πολυανθρωπίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πολυανθρωπίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>πολυάνθρωπος</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>large population</Tr><Au>X. Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πολυανθρωπίᾱ'}