Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολλοστημόριος
πολλοστός
πόλος
πολουσπερίες
πολτός
πολυαίμων
πολυαίνετος
πολύαινος
πολυᾱ́ῑξ
πολυάμπελος
πολυανδρέω
πολυάνδριον
πολύανδρος
πολυάνθεμος
πολυανθής
πολυανθρωπίᾱ
πολυάνθρωπος
πολυᾱ́νωρ
πολυάρᾱτος
πολυάργυρος
πολυαρκής
View word page
πολυανδρέω
πολυανδρέωcontr.vbπολύανδρος be full of menof citiesbe packedw.dat.w. mobsTh.

ShortDef

to be full of men, to be populous

Debugging

Headword:
πολυανδρέω
Headword (normalized):
πολυανδρέω
Headword (normalized/stripped):
πολυανδρεω
IDX:
33251
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33252
Key:
πολυανδρέω

Data

{'headword_display': '<b>πολυανδρέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>πολυανδρέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>πολύανδρος</Ref></Ety></vHG> <vS1><Def>be full of men</Def><vS2><Indic>of cities</Indic><Tr>be packed</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. mobs<Au>Th.</Au></Cmpl></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'πολυανδρέω'}