Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολλός
πολλοστημόριος
πολλοστός
πόλος
πολουσπερίες
πολτός
πολυαίμων
πολυαίνετος
πολύαινος
πολυᾱ́ῑξ
πολυάμπελος
πολυανδρέω
πολυάνδριον
πολύανδρος
πολυάνθεμος
πολυανθής
πολυανθρωπίᾱ
πολυάνθρωπος
πολυᾱ́νωρ
πολυάρᾱτος
πολυάργυρος
View word page
πολυ-άμπελος
πολυ-άμπελοςονadjprob. of a personrich in vinesB.

ShortDef

with many vines

Debugging

Headword:
πολυάμπελος
Headword (normalized):
πολυάμπελος
Headword (normalized/stripped):
πολυαμπελος
IDX:
33250
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33251
Key:
πολυάμπελος

Data

{'headword_display': '<b>πολυ-άμπελος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολυ-άμπελος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>prob. of a person</Indic><Tr>rich in vines</Tr><Au>B.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολυάμπελος'}