Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
πολλαχόθι
πολλαχόσε
πολλαχοῦ
πολλαχῶς
πολλή
πολλοδεκάκις
πολλός
πολλοστημόριος
πολλοστός
πόλος
πολουσπερίες
πολτός
πολυαίμων
πολυαίνετος
πολύαινος
πολυᾱ́ῑξ
πολυάμπελος
πολυανδρέω
πολυάνδριον
πολύανδρος
πολυάνθεμος
View word page
πολουσπερίες
πολουσπερίες
Boeot.nom.pl.adj.
see
πολυσπερής
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πολουσπερίες
Headword (normalized):
πολουσπερίες
Headword (normalized/stripped):
πολουσπεριες
IDX:
33244
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33245
Key:
πολουσπερίες
Data
{'headword_display': '<b>πολουσπερίες</b>', 'content': '<XE><RefFm>πολουσπερίες<LblR>Boeot.nom.pl.adj.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>πολυσπερής</Ref></XR> </XE>', 'key': 'πολουσπερίες'}