Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολῑτικός
πολῖτις
πολῑτογραφέομαι
πολῑτοφθόρος
πολῑτοφύλαξ
πολίχνη
πολίχνιον
πολλάκις
πολλαπλασιάζω
πολλαπλάσιος
πολλαπλασιόω
πολλαπλασίων
πολλαπλασίωσις
πολλαπλοῦς
πολλαχῇ
πολλαχόθεν
πολλαχόθι
πολλαχόσε
πολλαχοῦ
πολλαχῶς
πολλή
View word page
πολλαπλασιόω
πολλαπλασιόωcontr.vb multiplya numberPl.

ShortDef

to multiply

Debugging

Headword:
πολλαπλασιόω
Headword (normalized):
πολλαπλασιόω
Headword (normalized/stripped):
πολλαπλασιοω
IDX:
33228
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33229
Key:
πολλαπλασιόω

Data

{'headword_display': '<b>πολλαπλασιόω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>πολλαπλασιόω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>multiply</Tr><Obj>a number<Au>Pl.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'πολλαπλασιόω'}