Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολῑτηίη
πολῑ́της
πολῑτικός
πολῖτις
πολῑτογραφέομαι
πολῑτοφθόρος
πολῑτοφύλαξ
πολίχνη
πολίχνιον
πολλάκις
πολλαπλασιάζω
πολλαπλάσιος
πολλαπλασιόω
πολλαπλασίων
πολλαπλασίωσις
πολλαπλοῦς
πολλαχῇ
πολλαχόθεν
πολλαχόθι
πολλαχόσε
πολλαχοῦ
View word page
πολλαπλασιάζω
πολλαπλασιάζωvbπολλαπλάσιος fig.multiplyexaggeratea country's servicesPlb.

ShortDef

multiply

Debugging

Headword:
πολλαπλασιάζω
Headword (normalized):
πολλαπλασιάζω
Headword (normalized/stripped):
πολλαπλασιαζω
IDX:
33226
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33227
Key:
πολλαπλασιάζω

Data

{'headword_display': '<b>πολλαπλασιάζω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>πολλαπλασιάζω</HL><PS>vb</PS><Ety><Ref>πολλαπλάσιος</Ref></Ety></vHG> <vS1><Indic>fig.</Indic><Def>multiply</Def><Tr>exaggerate</Tr><Obj>a country's services<Au>Plb.</Au></Obj> </vS1> </VE>", 'key': 'πολλαπλασιάζω'}