Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πόλισμα
πολισσονόμος
πολισσοῦχος
πολῑτάρχης
πολῑτείᾱ
πολῑ́τευμα
πολῑτεύω
πολῑτηίη
πολῑ́της
πολῑτικός
πολῖτις
πολῑτογραφέομαι
πολῑτοφθόρος
πολῑτοφύλαξ
πολίχνη
πολίχνιον
πολλάκις
πολλαπλασιάζω
πολλαπλάσιος
πολλαπλασιόω
πολλαπλασίων
View word page
πολῖτις
πολῖτιςfsee underπολῑ́της

ShortDef

female member of the polis

Debugging

Headword:
πολῖτις
Headword (normalized):
πολῖτις
Headword (normalized/stripped):
πολιτις
IDX:
33219
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33220
Key:
πολῖτις

Data

{'headword_display': '<b>πολῖτις</b>', 'content': '<XE><HG><HL>πολῖτις</HL><PS>f</PS></HG><XR>see under<Ref>πολῑ́της</Ref></XR> </XE>', 'key': 'πολῖτις'}