Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολιορκητικός
πολιορκίᾱ
πολιός
πολιοῦχος
πολιοφυλακέω
πολιόχρως
πόλις
πόλισμα
πολισσονόμος
πολισσοῦχος
πολῑτάρχης
πολῑτείᾱ
πολῑ́τευμα
πολῑτεύω
πολῑτηίη
πολῑ́της
πολῑτικός
πολῖτις
πολῑτογραφέομαι
πολῑτοφθόρος
πολῑτοφύλαξ
View word page
πολῑτ-άρχης
πολῑτ-άρχηςουmπολῑ́τηςἄρχω in Thessalonikecivic magistrateNT.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολῑτάρχης
Headword (normalized):
πολῑτάρχης
Headword (normalized/stripped):
πολιταρχης
IDX:
33212
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33213
Key:
πολῑτάρχης

Data

{'headword_display': '<b>πολῑτ-άρχης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πολῑτ-άρχης</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>πολῑ́της</Ref><Ref>ἄρχω</Ref></Ety></HG> <nS1><Indic>in Thessalonike</Indic><Tr>civic magistrate</Tr><Au>NT.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πολῑτάρχης'}