Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολιήοχος
πολιήτης
πόλινδε
πολιοκρόταφος
πολιορκέω
πολιορκητέος
πολιορκητικός
πολιορκίᾱ
πολιός
πολιοῦχος
πολιοφυλακέω
πολιόχρως
πόλις
πόλισμα
πολισσονόμος
πολισσοῦχος
πολῑτάρχης
πολῑτείᾱ
πολῑ́τευμα
πολῑτεύω
πολῑτηίη
View word page
πολιοφυλακέω
πολιοφυλακέωcontr.vbπόλιςφύλαξ of a commander garrison a cityrather than take the fieldPlb.

ShortDef

keep within the city

Debugging

Headword:
πολιοφυλακέω
Headword (normalized):
πολιοφυλακέω
Headword (normalized/stripped):
πολιοφυλακεω
IDX:
33206
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33207
Key:
πολιοφυλακέω

Data

{'headword_display': '<b>πολιοφυλακέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>πολιοφυλακέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>πόλις</Ref><Ref>φύλαξ</Ref></Ety></vHG> <vS1><Indic>of a commander</Indic> <Tr>garrison a city<Expl>rather than take the field</Expl></Tr><Au>Plb.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'πολιοφυλακέω'}