Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολιᾱ́οχος
πολίαρχος
Πολιάς
πολιᾱ́τᾱς
πολίζω
πολιήοχος
πολιήτης
πόλινδε
πολιοκρόταφος
πολιορκέω
πολιορκητέος
πολιορκητικός
πολιορκίᾱ
πολιός
πολιοῦχος
πολιοφυλακέω
πολιόχρως
πόλις
πόλισμα
πολισσονόμος
πολισσοῦχος
View word page
πολιορκητέος
πολιορκητέοςᾱ ονvbl.adj of an armyto be put under siegeX.

ShortDef

to be besieged

Debugging

Headword:
πολιορκητέος
Headword (normalized):
πολιορκητέος
Headword (normalized/stripped):
πολιορκητεος
IDX:
33201
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33202
Key:
πολιορκητέος

Data

{'headword_display': '<b>πολιορκητέος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολιορκητέος</HL><Infl>ᾱ ον</Infl><PS>vbl.adj</PS></HG> <aS1><Indic>of an army</Indic><Tr>to be put under siege</Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολιορκητέος'}