Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πόλεων
πόλησις
πολιᾱ́
πολιαίνομαι
πολιᾱ́οχος
πολίαρχος
Πολιάς
πολιᾱ́τᾱς
πολίζω
πολιήοχος
πολιήτης
πόλινδε
πολιοκρόταφος
πολιορκέω
πολιορκητέος
πολιορκητικός
πολιορκίᾱ
πολιός
πολιοῦχος
πολιοφυλακέω
πολιόχρως
View word page
πολιήτης
πολιήτηςπολιῆτιςIon.m.fseeπολῑ́της

ShortDef

a citizen

Debugging

Headword:
πολιήτης
Headword (normalized):
πολιήτης
Headword (normalized/stripped):
πολιητης
IDX:
33197
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33198
Key:
πολιήτης

Data

{'headword_display': '<b>πολιήτης</b>', 'content': '<XE><HG><HL>πολιήτης</HL><VL><FmHL>πολιῆτις</FmHL></VL><PS>Ion.m.f</PS></HG><XR>see<Ref>πολῑ́της</Ref></XR> </XE>', 'key': 'πολιήτης'}