Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολέων
πόλεων
πόλησις
πολιᾱ́
πολιαίνομαι
πολιᾱ́οχος
πολίαρχος
Πολιάς
πολιᾱ́τᾱς
πολίζω
πολιήοχος
πολιήτης
πόλινδε
πολιοκρόταφος
πολιορκέω
πολιορκητέος
πολιορκητικός
πολιορκίᾱ
πολιός
πολιοῦχος
πολιοφυλακέω
View word page
πολιήοχος
πολιήοχοςep.adjseeπολιοῦχος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολιήοχος
Headword (normalized):
πολιήοχος
Headword (normalized/stripped):
πολιηοχος
IDX:
33196
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33197
Key:
πολιήοχος

Data

{'headword_display': '<b>πολιήοχος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>πολιήοχος</HL><PS>ep.adj</PS></HG><XR>see<Ref>πολιοῦχος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'πολιήοχος'}