Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολεύω
πολέω
πολέων
πόλεων
πόλησις
πολιᾱ́
πολιαίνομαι
πολιᾱ́οχος
πολίαρχος
Πολιάς
πολιᾱ́τᾱς
πολίζω
πολιήοχος
πολιήτης
πόλινδε
πολιοκρόταφος
πολιορκέω
πολιορκητέος
πολιορκητικός
πολιορκίᾱ
πολιός
View word page
πολιᾱ́τᾱς
πολιᾱ́τᾱς dial.mseeπολῑ́της

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολιᾱ́τᾱς
Headword (normalized):
πολιᾱ́τᾱς
Headword (normalized/stripped):
πολιατας
IDX:
33194
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33195
Key:
πολιᾱ́τᾱς

Data

{'headword_display': '<b>πολιᾱ́τᾱς </b>', 'content': '<XE><HG><HL>πολιᾱ́τᾱς </HL><PS>dial.m</PS></HG><XR>see<Ref>πολῑ́της</Ref></XR> </XE>', 'key': 'πολιᾱ́τᾱς'}