Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολέοιν
πολέος
πολεύω
πολέω
πολέων
πόλεων
πόλησις
πολιᾱ́
πολιαίνομαι
πολιᾱ́οχος
πολίαρχος
Πολιάς
πολιᾱ́τᾱς
πολίζω
πολιήοχος
πολιήτης
πόλινδε
πολιοκρόταφος
πολιορκέω
πολιορκητέος
πολιορκητικός
View word page
πολί-αρχος
πολί-αρχος
ep.πτολίαρχος
ουmπόλιςἄρχω
ruler of citiesref. to a kingPi. E. Call.

ShortDef

ruler of a city

Debugging

Headword:
πολίαρχος
Headword (normalized):
πολίαρχος
Headword (normalized/stripped):
πολιαρχος
IDX:
33192
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33193
Key:
πολίαρχος

Data

{'headword_display': '<b>πολί-αρχος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πολί-αρχος</HL><DL><Lbl>ep.</Lbl><FmHL>πτολίαρχος</FmHL></DL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>πόλις</Ref><Ref>ἄρχω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>ruler of cities<Expl>ref. to a king</Expl></Tr><Au>Pi. E. Call.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πολίαρχος'}