Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολεμοφθόρος
πολέοιν
πολέος
πολεύω
πολέω
πολέων
πόλεων
πόλησις
πολιᾱ́
πολιαίνομαι
πολιᾱ́οχος
πολίαρχος
Πολιάς
πολιᾱ́τᾱς
πολίζω
πολιήοχος
πολιήτης
πόλινδε
πολιοκρόταφος
πολιορκέω
πολιορκητέος
View word page
πολιᾱ́οχος
πολιᾱ́οχοςdial.adjseeπολιοῦχος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολιᾱ́οχος
Headword (normalized):
πολιᾱ́οχος
Headword (normalized/stripped):
πολιαοχος
IDX:
33191
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33192
Key:
πολιᾱ́οχος

Data

{'headword_display': '<b>πολιᾱ́οχος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>πολιᾱ́οχος</HL><PS>dial.adj</PS></HG><XR>see<Ref>πολιοῦχος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'πολιᾱ́οχος'}