Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πόλεμος
πολεμοφθόρος
πολέοιν
πολέος
πολεύω
πολέω
πολέων
πόλεων
πόλησις
πολιᾱ́
πολιαίνομαι
πολιᾱ́οχος
πολίαρχος
Πολιάς
πολιᾱ́τᾱς
πολίζω
πολιήοχος
πολιήτης
πόλινδε
πολιοκρόταφος
πολιορκέω
View word page
πολιαίνομαι
πολιαίνομαιpass.vb of the seabe whitenedby strong windA.

ShortDef

to grow white

Debugging

Headword:
πολιαίνομαι
Headword (normalized):
πολιαίνομαι
Headword (normalized/stripped):
πολιαινομαι
IDX:
33190
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33191
Key:
πολιαίνομαι

Data

{'headword_display': '<b>πολιαίνομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>πολιαίνομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of the sea</Indic><Tr>be whitened<Expl>by strong wind</Expl></Tr><Au>A.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'πολιαίνομαι'}