Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολεμησείω
πολεμητήριον
πολεμίζω
πολεμικός
πολέμιος
πολεμιστήριος
πολεμιστής
πολεμοκέλαδος
πολεμόκραντος
πολεμολᾱμαχᾱικός
πόλεμόνδε
πολεμόομαι
πολεμοποιέω
πολεμοποιός
πόλεμος
πολεμοφθόρος
πολέοιν
πολέος
πολεύω
πολέω
πολέων
View word page
πόλεμόνδε
πόλεμόνδε
ep.πτόλεμόνδε
adv
to warbattleHom. Lyr.adesp. AR.

ShortDef

to the war, into the fight

Debugging

Headword:
πόλεμόνδε
Headword (normalized):
πόλεμόνδε
Headword (normalized/stripped):
πολεμονδε
IDX:
33176
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33177
Key:
πόλεμόνδε

Data

{'headword_display': '<b>πόλεμόνδε</b>', 'content': '<AdvE><vHG><HL>πόλεμόνδε</HL><DL><Lbl>ep.</Lbl><FmHL>πτόλεμόνδε</FmHL></DL><PS>adv</PS></vHG> <advS1><Tr>to war<or/>battle</Tr><Au>Hom. Lyr.adesp. AR.</Au></advS1></AdvE>', 'key': 'πόλεμόνδε'}