Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄκτωρ
ἀκυβέρνητος
ἄκυθος
ἄκυλος
ἀκῡ́μαντος
ἄκῡμος
ἀκῡ́μων
ἄκῡρος
ἀκῡρόω
ἀκῡ́ρωτος
ἀκωδώνιστος
ἀκωκή
ἀκώλῡτος
ἄκων
ᾱ̓́κων
ἀλάβαστος
ἀλαβαστροθήκη
ἅλαδε
ἀλαζονείᾱ
ἀλαζόνευμα
ἀλαζονεύομαι
View word page
ἀ-κωδώνιστος
ἀ-κωδώνιστοςονadjκωδωνίζω of a matteruntestedAr.

ShortDef

not tested

Debugging

Headword:
ἀκωδώνιστος
Headword (normalized):
ἀκωδώνιστος
Headword (normalized/stripped):
ακωδωνιστος
IDX:
3316
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3317
Key:
ἀκωδώνιστος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-κωδώνιστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ-κωδώνιστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κωδωνίζω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a matter</Indic><Tr>untested</Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀκωδώνιστος'}