Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πόλει
πολεμᾱδόκος
πολεμαίνετος
πολεμάρχειον
πολεμαρχέω
πολεμαρχίᾱ
πολέμαρχος
πολεμέω
πολεμήιος
πολεμησείω
πολεμητήριον
πολεμίζω
πολεμικός
πολέμιος
πολεμιστήριος
πολεμιστής
πολεμοκέλαδος
πολεμόκραντος
πολεμολᾱμαχᾱικός
πόλεμόνδε
πολεμόομαι
View word page
πολεμητήριον
πολεμητήριονουn ref. to a townwar-basePlb.

ShortDef

head-quarters of a general

Debugging

Headword:
πολεμητήριον
Headword (normalized):
πολεμητήριον
Headword (normalized/stripped):
πολεμητηριον
IDX:
33167
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33168
Key:
πολεμητήριον

Data

{'headword_display': '<b>πολεμητήριον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πολεμητήριον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Indic>ref. to a town</Indic><Tr>war-base</Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πολεμητήριον'}